- ωχρός
- -ή, -ό / ὠχρός, -ά, -όν, ΝΜΑαυτός που έχει το χρώμα τής ώχρας, υποκίτρινος (α. «ωχρή όψη» β. «αἰσχυνθεὶς γὰρ τις, ἐρυθρὸς ἐγένετοκαι φοβηθείς,ὠχρός», Αριστοτ.)νεοελλ.1. συνεκδ. α) (για πρόσ.) χλομός, ασθενικόςβ) ασαφής, αμυδρός, άτονος («ωχρή ανάμνηση»)2. φρ. α) «ωχρό σωμάτιο»(ανατ.-βιολ.) αδενική δομή τού θηλυκού αναπαραγωγικού συστήματος, που σχηματίζεται περιοδικά στην ωοθήκη από το ώριμο ωοθυλάκιο μετά την ωορρηξία και παράγει προγεστερόνη και άλλα οιστρογόναβ) «ωχροί σύνδεσμοι»ανατ. βραχείς σύνδεσμοι μεταξύ τών τόξων τών σπονδύλωνγ) «ωχρή σφαίρα»ανατ. μοίρα τού ραβδωτού σώματος τού εγκεφάλουδ) «ωχρή κηλίδα»(ανατ.-φυσιολ.) μικρή κατάδυση τού αμφιβληστροειδούς χιτώνα, κιτρινωπού χρώματος, αντίστοιχα με το οπίσθιο άκρο ενός νοητού άξονα που συνδέει το κέντρο τής κόρης και τού κρυσταλλοειδούς φακού με τον βυθό τού οφθαλμούαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠχρόνα) το κίτρινο χρώμαβ) ο κρόκος τού αβγού.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού επιθ. ὠ-χρός με το αρχ. ινδ. vy-ā-ghra- «τίγρις» και η υπόθεση ότι ο αρκτικός φωνηεντισμός ω- είναι προθεματικό φωνήεν δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.